- αγονιμοποίητος
- -η, -ο [γονιμοποιώ](για ζώα και φυτά) αυτός που δεν γονιμοποιήθηκε με τη γύρη, το σπερματοζωάριο κ.λπ., ο μη γονιμοποιημένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγονιμοποίητος — η, ο αυτός που δε γονιμοποιήθηκε: Τα περισσότερα λουλούδια των δέντρων μένουν αγονιμοποίητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)